- περιοργής
- περιοργήςvery angrymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιοργής — ές, Α γεμάτος οργή, πολύ οργισμένος. επίρρ... περιοργῶς με πάρα πολλή οργή. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + οργής (< ὀργή), πρβλ. φιλ οργής] … Dictionary of Greek
περιοργῆ — περιοργής very angry neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) περιοργής very angry masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) περιοργής very angry masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιοργεῖς — περιοργής very angry masc/fem acc pl περιοργής very angry masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιοργῶς — περιοργής very angry adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οργή — η (ΑΜ ὀργή) έντονη ψυχική διέγερση από κάτι δυσάρεστο ή προσβλητικό που εκδηλώνεται με βίαιη συμπεριφορά, η αγανάκτηση νεοελλ. φρ. α) «δίνω τόπο στην οργή» συγκρατώ τον θυμό μου και τα νεύρα μου, υποχωρώ β) «θεία οργή» ή «οργή θεού» μεγάλη… … Dictionary of Greek
περιοργώς — Α βλ. περιοργής … Dictionary of Greek